Φανοῦ

Φανοῦ
Φανός
shining
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φανοῦ — φαίνω A ren. aor imperat mid 2nd sg (attic) φανάω pres imperat mp 2nd sg (attic epic ionic) φανάω imperf ind mp 2nd sg (attic epic ionic) φᾱνοῦ , φανός 1 shining masc/neut gen sg φᾱνοῦ , φανός 2 shining masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φάνου — Φάνης masc gen sg Φά̱νου , Φᾶνος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φάνου — φαίνω A ren. aor ind mid 2nd sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εσχαρίς — ἐσχαρίς, ἡ (Α) [εσχάρα] 1. μικρό πύραυνο, μαγκάλι 2. είδος φανού που χρησιμοποιείται για ψάρεμα τη νύκτα, πυροφάνι …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • πανούχος — ον, Α φρ. «πανοῡχος φλόξ» η φλόγα τού φανού. [ΕΤΥΜΟΛ. < πανός (II) + οῦχος (< ἔχω), πρβλ. πολιούχος, εστιούχος] …   Dictionary of Greek

  • υπό — ὑπὸ, ΝΜΑ και επικ. τ. ὑπαί και αιολ. τ. ὐπά και βοιωτ. τ. ὑπά και αιολ. τ. ὑπύ και αρκαδικός τ. ὁπύ και οἱπό, Α δισύλλαβη πρόθεση που συντάσσεται με γεν., αιτ. και, μόνον στην αρχαία με δοτ. ΣΥΝΤΑΞΗ ΣΗΜΑΣΙΑ: Ι. (με γεν.) δηλώνει: 1. την αιτία… …   Dictionary of Greek

  • φανότης — ότητος, ἡ, ΜΑ [φανός (II)] 1. η ιδιότητα τού φανού (II), λαμπρότητα, φωτεινότητα 2. (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) «ἐνάργεια ἡ τῶν λόγων λευκότης καὶ φανότης» …   Dictionary of Greek

  • Αμυνταίου, δήμος — Δήμος (8.378 κάτ.) του νομού Φλωρίνης, που ανασυστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τον πρώην ομώνυμο δήμο, καθώς και τις πρώην κοινότητες Αγίου Παντελεήμονος, Κέλλης, Κλειδίου, Ξινού Νερού, Πετρών, Ροδώνος και Φανού, οι οποίες… …   Dictionary of Greek

  • Αξιούπολης, δήμος — Δήμος (6.725 κάτ.) του νομού Κιλκίς, που ανασυστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τον πρώην ομώνυμο δήμο καθώς και τις πρώην κοινότητες Ειδομένης, Πλαγιών, Ρυζιών, Σκρα και Φανού, οι οποίες καταργήθηκαν, καθώς και από τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”